- ορεοφύλαξ
- ὀρεοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)1. φύλακας ορεινών τόπων2. ερημοφύλακας.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεο- (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + φύλαξ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
SALTUS — I. SALTUS Gymnicae olim exercitationis species, Graece Α῞λμα, cursui non parum similis erat; nempe qui, sicut cursus continuatus est saltus, ita ipse intercisus sit cursus: a Saltatione de qua supra, merito discriminandus; huius enim opus… … Hofmann J. Lexicon universale
SYLVA — I. SYLVA apud Iul. Capitolin, in Gordianis Tribus, c. 3. Exstat Silva eius (Gordiani Senioris) memorabilis, quae picta est in domo rosirata Cn. Pompeii in qua pictur etiamnum continentur cervi palmati ducenti mixtis Britannis: equi feri XXX. oves … Hofmann J. Lexicon universale
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek